- ταχύφτερος
- -η, -ο, Νβλ. ταχύπτερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχύπτερος — η, ο /ταχύπτερος, ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ πτερος] … Dictionary of Greek